κουριδιος

κουριδιος
    κουρίδιος
    I
    3
    (ῐδ)
    1) (о супруге) законный
    

(πόσις, ἄλοχος Hom.; γυναῖκες Her.)

    2) супружеский
    

(δῶμα Hom.)

    3) брачный
    

(λέχος Hom.; χιτῶνες Anth.)

    II
    ὅ супруг Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κουριδιος" в других словарях:

  • κουρίδιος — κουρίδιος, ία και ίη, ον (Α) 1. συνδεδεμένος με γάμο, νόμιμος σύζυγος (α. «κουρίδιον ποθέουσα πόσιν», Ομ. Ιλ. β. «γαμέουσι δ ἕκαστος αὐτῶν πολλὰς μὲν κουριδίας γυναῑκας», Ηρόδ.) 2. συζυγικός («νωΐτερον λέχος αὐτῶν κουρίδιον», Ομ. Ιλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • κουρίδιος — wedded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριδίων — κουρίδιος wedded fem gen pl κουρίδιος wedded masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίδιον — κουρίδιος wedded masc acc sg κουρίδιος wedded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριδιέων — κουρίδιος wedded masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριδίαις — κουρίδιος wedded fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριδίη — κουρίδιος wedded fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριδίην — κουρίδιος wedded fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριδίης — κουρίδιος wedded fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριδίοιο — κουρίδιος wedded masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριδίοις — κουρίδιος wedded masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»